Μαρία Κάλλας. «Η γυναίκα που γεννήθηκε σε μία θύελλα και έφυγε σαν μία καταιγίσα». Αυτός είναι ίσως ο πιο σωστός χαρακτηρισμός για την Ελληνίδα σοπράνο, η οποία μάγεψε ολόκληρο τον κόσμο με την φωνή της και κατάφερε να απασχολήσει τους πάντες με την ζωή της.
«Δεν είμαι άγγελος ούτε υποκρίνομαι ότι είμαι. Αυτός δεν είναι ένας από τους ρόλους μου. Δεν είμαι όμως ούτε διάβολος. Είμαι μια γυναίκα. Είμαι μια επαγγελματίας.», συνήθιζε να λέει στους οικείους της. «Μία σπάνια υψίφωνος που εκμεταλλεύεται όλο το δυναμικό φάσμα των τριών οκτάβων», συνήθιζαν να γράφουν για εκείνη, ενώ η ίδια ένιωθε πάντα το «ασχημόπαπο» σε έναν κόσμο γεμάτο τέχνη και μουσική.
«Ήξερα πως είχα ωραία φωνή και μου έκανε καλό να προκαλώ θαυμασμό όταν τραγουδούσα. Έτσι, το τραγούδι έγινε προοδευτικά το φάρμακο κατά των συμπλεγμάτων μειονεξίας που ένιωθα», θα απαντήσει στο περιοδικό «TIME», το 1956.
Και όλα θα έρθουν να επιβεβαιωθούν από την ίδια τη μητέρα της όταν θα αναφέρει σε συνέντευξή της: «Την ημέρα της γέννησής της, στις 4 Δεκεμβρίου 1923, χιόνιζε και εγώ, που έχω γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ελλάδα, δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου τόσο δυνατή χιονοθύελλα. Είχα φθάσει στην Αμερική μόλις μερικούς μήνες νωρίτερα και από το παράθυρο του δωματίου μου στο Νοσοκομείο Φλάουερ της Νέας Υόρκης κοίταζα τους σωρούς από χιόνι που κατέκλυζαν το τοπίο και έπνιγαν όλους τους θορύβους. Όταν μου έφεραν τη Μαρία, στην αρχή αρνήθηκα να την κοιτάξω. Πεισματικά συνέχιζα να έχω καρφωμένο το βλέμμα μου στο πάρκο, στα δέντρα που λύγιζαν στη θύελλα. Περίμενα αγόρι. Αυτό το κοριτσάκι δεν με ενδιέφερε.».
Η ζωή της σαν θάλασσα που την περνάει ένας κυκλώνας. Ο έρωτάς της με τον Αριστοτέλη Ωνάση, τραγικός. «Πάντοτε αγωνίστηκα για να ζήσω σαν μια κανονική ανθρώπινη ύπαρξη αλλά είχα την ατυχία να περιτριγυρίζομαι από ανθρώπους που έκαναν τα πάντα για να με εμποδίσουν. Από την παιδική μου ηλικία κατάλαβα πως οι άνθρωποι τριγύρω μου δεν είχαν σωστή κρίση. Έτσι, ή έπρεπε να κάνω ό,τι έκαναν εκείνοι ή αυτό που ήξερα πολύ καλά ότι έπρεπε να κάνω.», έλεγε.
Περνούσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της στο Παρίσι, στο κομψό διαμέρισμά της, στον αριθμό 36 της avenue Georges Mandel. Αν και η ίδια η Κάλλας επέμενε ότι το είχε αγοράσει μόνη της, στην πραγματικότητα ήταν δώρο του Ωνάση, που μπορούσε να την επισκέπτεται περπατώντας, μιας και έμενε πολύ κοντά. Μετά το θάνατο του Ωνάση το όμορφο αυτό διαμέρισμα έγινε το μαυσωλείο της ντίβας, που προτιμούσε πλέον να περνά το χρόνο της με τα σκυλάκια της. «Έφυγε» μόνη της στο διαμέρισμα στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, έπειτα από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία μόλις 53 ετών. Σήμερα μια πινακίδα μπροστά στο σπίτι θυμίζει ότι έζησε εκεί και συχνά υπάρχουν φρέσκα λουλούδια δεμένα στην πύλη.
Η ζωή της έρχεται τώρα να γίνει κομμάτι της πόλης, μέσα από το «Μουσείο Μαρία Κάλλας». Εκεί ο επισκέπτης θα μπορεί να απολαύσει τη φωνή της μεγάλης σοπράνο και να μάθει για τη ζωή και την τέχνη της. Σημαντικοί ρόλοι που ερμήνευσε, άνθρωποι που την καθόρισαν, προσωπικά της αντικείμενα, αξιομνημόνευτες στιγμές της καριέρας της, πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό, εμβληματικές φωτογραφίες και ψηφιακές εφαρμογές. Το μουσείο θα συμπληρώνουν ένα υπερσύγχρονο θεματικό πωλητήριο και ένα μπιστρό με το όνομα «La divina» και μία αίθουσα για περιοδικές εκθέσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα, master classes και μικρές συναυλίες.
Το «Μουσείο Μαρία Κάλλας», θα ολοκληρωθεί το 2019 και θα στεγαστεί, στο τετραώροφο νεοκλασικό κτίριο 1.070τ.μ., επί της οδού Μητροπόλεως 44, ιδιοκτησίας του Δήμου Αθηναίων.