Η Κασσιανή γεννήθηκε μεταξύ του 805 και του 810 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γόνος φεουδαρχικής οικογενείας. Ο πατέρας της Κασσιανής, επιφανές μέλος αυτής της οικογένειας φαίνεται πως είχε κερδίσει τον τίτλο του Κανδιδάτου στην αυλή της Βασιλεύουσας.
Όταν μεγάλωσε η Κασσιανή συνδύαζε τη σωματική ομορφιά με την εξυπνάδα της. Τρεις βυζαντινοί χρονικογράφοι, ο Συμεών ο μεταφραστής, ο Γεώργιος Αμαρτωλός και ο Λέων ο Γραμματικός, αναφέρουν ότι έλαβε μέρος στην τελετή επιλογή νύφης για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, την οποία είχε οργανώσει η μητριά του Ευφροσύνη.
Σε αυτή, που τοποθετείται χρονικά ή στο 821 ή στο 830, ο αυτοκράτορας επέλεγε τη σύζυγο της αρεσκείας του δίνοντας της ένα χρυσό μήλο.
Θαμπωμένος από την ομορφιά της Κασσιανής ο νεαρός αυτοκράτορας την πλησίασε και της είπε: “Ὡς ἂρα διά γυναικός ἐῤῥρύη τὰ φαῦλα”, δηλαδή “από μία γυναίκα ήρθαν στον κόσμο τα κακά” αναφερόμενος στην αμαρτία και τις συμφορές που προέκυψαν από την Εύα.
Η ετοιμόλογη και πανέξυπνη Κασσιανή απάντησε: “Ἀλλά καὶ διά γυναικός πηγάζει τά κρείττω”, δηλαδή “και από μια γυναίκα πηγάζουν τα καλά” αναφερόμενη στην ελπίδα της σωτηρίας από την ενσάρκωση του Χριστού μέσω της Παναγίας.
Λέγεται ότι ο εγωισμός του Θεόφιλου τραυματίστηκε με αποτέλεσμα να απορρίψει την Κασσιανή και να επιλέξει τη Θεοδώρα από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας για σύζυγό του.
Οι επόμενες πληροφορίες που σώζονται για την Κασσιανή είναι ότι το 843 ίδρυσε ένα μοναστήρι στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, κοντά στα τείχη της πόλης, του οποίου έγινε και η πρώτη ηγουμένη. Αν και πολλοί ερευνητές αποδίδουν την επιλογή της αυτή στην αποτυχία της να γίνει αυτοκράτειρα, μία επιστολή του Θεόδωρου του Στουδίτου αποδίδει διαφορετικά κίνητρα στην ενέργεια της αυτή.
Διατηρούσε στενή σχέση με τη γειτονική Μονή Στουδίου, η οποία έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επανέκδοση βυζαντινών λειτουργικών βιβλίων τον 9ο και το 10ο αιώνα, με αποτέλεσμα τη διάσωση των έργων της.
Στη συνέχεια η Κασσιανή εξαφανίζεται από το ιστορικό προσκήνιο, αν και καμιά βυζαντινή ή άλλη πηγή, κοσμική ή εκκλησιαστική δεν μας πληροφορεί αν εξορίστηκε από τους εικονομάχους ή τους εικονόφιλους αυτοκράτορες.
Με βάση την παράδοση ο αυτοκράτορας Θεόφιλος συνεχίζοντας να είναι ερωτευμένος μαζί της, επιθυμούσε να την δει για μία τελευταία φορά πριν πεθάνει κι έτσι πήγε στο μοναστήρι όπου βρισκόταν. Η Κασσιανή ήταν μόνη στο κελί της γράφοντας το τροπάριο της όταν αντιλήφθηκε την άφιξη της αυτοκρατορικής ακολουθίας. Τον αγαπούσε ακόμη αλλά πλέον είχε αφιερώσει τη ζωή της στο Θεό γι αυτό και κρύφτηκε, μη επιθυμώντας να αφήσει το παλιό της πάθος να ξεπεράσει το μοναστικό της ζήλο.
Άφησε όμως το μισοτελειωμένο ύμνο πάνω σε ένα τραπέζι. Ο Θεόφιλος ανακάλυψε το κελί της και μπήκε σε αυτό ολομόναχος. Την αναζήτησε αλλά μάταια. Εκείνη τον παρακολουθούσε μέσα από μία ντουλάπα στην οποία είχε κρυφτεί. Ο Θεόφιλος στενοχωρήθηκε, έκλαψε και μετάνιωσε που για μία στιγμή υπερηφάνειας έχασε μία τόσο όμορφη και έξυπνη γυναίκα.
Στη συνέχεια βρήκε τα χειρόγραφα της Κασσιανής επάνω στο τραπέζι και τα διάβασε. Μόλις ολοκλήρωσε την ανάγνωση κάθισε και πρόσθεσε ένα στίχο στον ύμνο. Σύμφωνα με την παράδοση ο στίχος αυτός ήταν “ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη”.
Φεύγοντας ο Θεόφιλος εντόπισε την Κασσιανή που κρυβόταν στην ντουλάπα αλλά δεν της μίλησε, σεβόμενος την επιθυμία της. Η Κασσιανή βγήκε από την κρυψώνα της μετά την αναχώρηση του αυτοκράτορα, διάβασε την προσθήκη του και στη συνέχεια ολοκλήρωσε τον ύμνο.